- ἐκμείρομαι
- ἐκ-μείρομαι: only perf., θεῶν ἐξέμμορε τῖμῆς, has won a high share in the honor of the gods, Od. 5.335† (v. l. θεῶν ἔξ).
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εκμείρομαι — ἐκμείρομαι (Α) μετέχω σε κάτι, αποκτώ κάτι με τη βοήθεια τής τύχης … Dictionary of Greek
ἐξέμμορε — ἐκμείρομαι obtain for one s lot perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέμμορεν — ἐκμείρομαι obtain for one s lot perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek